ἐριστός: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐριστός]], -ή, -όν (Α) [[ερίζω]]<br />αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ | |mltxt=[[ἐριστός]], -ή, -όν (Α) [[ερίζω]]<br />αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῖς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν [[πρέπει]] να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
English (LSJ)
ή, όν, A that may be contested, τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν such contests cannot be waged with the powerful, so as to engage with them, S.El.220 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1031] bestritten, streitig, ἐριστὰ πλάθειν τινί, Einem im Streite nahen, Soph. El. 220.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριστός: -ή, -όν, περὶ οὗ φιλονεικεῖ τις, τὰ δὲ τοῖς (δεῖ τοι Mekler) δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν, «τοῖς κρατοῦσιν οὐ δι’ ἔριδος δεῖ εἰς ταῦτα προσπελάζειν» (Σχολ.), Σοφ. Ἠλ. 220.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sur qui ou sur quoi l’on dispute ou l’on peut disputer : τινι avec qqn.
Étymologie: adj. verb. de ἐρίζω.
Greek Monolingual
ἐριστός, -ή, -όν (Α) ερίζω
αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῖς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐριστός: -ή, -όν (ἐρίζω), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐριστός: [adj. verb. к ἐρίζω оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν (v. l. οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.