ἡμιονικός: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imionikos
|Transliteration C=imionikos
|Beta Code=h(mioniko/s
|Beta Code=h(mioniko/s
|Definition=ή, όν,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἡμιόνειος, ζεῦγος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.5.2</span>; <b class="b3">ὁδὸς ἡ</b>. a road [[only fit for mules]], <span class="bibl">Str.6.3.7</span>; <b class="b3">ἡ. ἅρμα</b> [[drawn by mules]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>814.6</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=ή, όν,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ἡμιόνειος]], [[ζεῦγος]] <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.5.2</span>; ὁδὸς ἡμιονική = a [[road]] [[only]] [[fit]] for [[mule]]s, <span class="bibl">Str.6.3.7</span>; ἡμιονικὸν [[ἅρμα]] = [[drawn by mules]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>814.6</span> (iii A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:29, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιονικός Medium diacritics: ἡμιονικός Low diacritics: ημιονικός Capitals: ΗΜΙΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hēmionikós Transliteration B: hēmionikos Transliteration C: imionikos Beta Code: h(mioniko/s

English (LSJ)

ή, όν,= A ἡμιόνειος, ζεῦγος X.An.7.5.2; ὁδὸς ἡμιονική = a road only fit for mules, Str.6.3.7; ἡμιονικὸν ἅρμα = drawn by mules, BGU814.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1169] = ἡμιόνειος, z. B. ζεῦγος, Maulthiergespann, Xen. An. 7, 5, 1; VLL.; ὁδός, Strab. VI, 282.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιονικός: -ή, -όν, = ἡμιόνειος, ζεῦγος Ξεν. Ἀν. 7. 5, 1˙ ὁδὸς ἡμ., ὁδὸς μόνον δι’ ἡμιόνους κατάλληλος, Στράβων 282.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ἡμίονος.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἡμιονικός, -ή, -όν) ημίονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν.
β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» — δρόμος στενός, δύσβατος, βατός μόνο από μουλάρια).

Greek Monotonic

ἡμιονικός: -ή, -όν = ἡμιόνειος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιονικός: запряженный мулами: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами.

Middle Liddell

ἡμιονικός, ή, όν = ἡμιόνειος, Xen.]