ἰδιότυπος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότυπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή [[μορφή]], ο [[ιδιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτύπως</i><br />ιδιορρύθμως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>τυπος</i>, <i>ζηλό</i>-<i>τυπος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότυπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή [[μορφή]], ο [[ιδιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτύπως</i><br />ιδιορρύθμως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), [[πρβλ]]. [[αντί]]-<i>τυπος</i>, <i>ζηλό</i>-<i>τυπος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:09, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐότῠπος Medium diacritics: ἰδιότυπος Low diacritics: ιδιότυπος Capitals: ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: idiótypos Transliteration B: idiotypos Transliteration C: idiotypos Beta Code: i)dio/tupos

English (LSJ)

ον, A of a peculiar form, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1237] von eigenthümlicher Gestaltung, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιότῠπος: -ον, ὁ ἔχων ἴδιον τύπον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιότυπος, -ον)
αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος.
επίρρ...
ιδιοτύπως
ιδιορρύθμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τύπος (< τύπος), πρβλ. αντί-τυπος, ζηλό-τυπος].