ἰσόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόπτωτος]], -ον (Α)<br />(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, [[ισοσύλλαβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτώσις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>πτωτος</i>, <i>μονό</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=[[ἰσόπτωτος]], -ον (Α)<br />(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, [[ισοσύλλαβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτώσις]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>πτωτος</i>, <i>μονό</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπτωτος Medium diacritics: ἰσόπτωτος Low diacritics: ισόπτωτος Capitals: ΙΣΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: isóptōtos Transliteration B: isoptōtos Transliteration C: isoptotos Beta Code: i)so/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πτῶσις) A with like cases, A.D.Pron.90.6.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichlautende Casus habend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπτωτος: -ον, (πτῶσις) ἔχων ἴσας πτώσεις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 375Β.

Greek Monolingual

ἰσόπτωτος, -ον (Α)
(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό-πτωτος, μονό-πτωτος].