ὀμματόω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ommatoo | |Transliteration C=ommatoo | ||
|Beta Code=o)mmato/w | |Beta Code=o)mmato/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[furnish with eyes]], [ἀγάλματα] D.S.4.76 :—Pass., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Plu.Fr.inc.91.<br><span class="bld">2</span> [[give sight to]], τὰ ὄμματα Zos. Alch.p.117 B.<br><span class="bld">II</span> metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον] = made it more clear to the [[mind]]'s [[eye]], A.Supp.467 :—Pass., φρὴν ὠμματωμένη = a [[mind]] [[quick]] of [[sight]], Id.Ch.854. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:36, 31 July 2021
English (LSJ)
A furnish with eyes, [ἀγάλματα] D.S.4.76 :—Pass., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Plu.Fr.inc.91.
2 give sight to, τὰ ὄμματα Zos. Alch.p.117 B.
II metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον] = made it more clear to the mind's eye, A.Supp.467 :—Pass., φρὴν ὠμματωμένη = a mind quick of sight, Id.Ch.854.
German (Pape)
[Seite 332] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτόω: βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς ἄγαλμα, πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, διάνοια εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. donner des yeux à, acc.;
II. fig. 1 rendre clairvoyant;
2 éclaircir.
Étymologie: ὄμμα.
Greek Monotonic
ὀμμᾰτόω: μέλ. -ώσω, βάζω σε κάτι μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., φρὴνὠμματωμένη, νόηση προικισμένη με μάτια, με ενορατικές δηλαδή ικανότητες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀμμᾰτόω:
1) снабжать глазами Diod.;
2) разъяснять (sc. τὸν λόγον Aesch.);
3) прояснять: φρὴν ὠμματωμένη Aesch. ясный разум.
Middle Liddell
ὀμμᾰτόω, fut. -ώσω ὄμμα
to furnish with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind furnished with eyes, quick of sight, Aesch.