ὀξυλάλος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀξῠ- | |mdlsjtxt=ὀξῠ-λᾰ́λος, ον,<br />[[glib]] of [[tongue]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 4 February 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.
Greek Monolingual
ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].
Greek Monotonic
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.