ὑπεραχθής: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπεραχθής:''' перегруженный, переполненный (ταρσοί Theocr.). | |elrutext='''ὑπεραχθής:''' [[перегруженный]], [[переполненный]] (ταρσοί Theocr.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπερ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />overburdened, Theocr. | |mdlsjtxt=ὑπερ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />overburdened, Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A overburdened, Theoc.11.37. II very heavy, φόρτος Nic.Th.342; πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263.
German (Pape)
[Seite 1191] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραχθής: -ές, λίαν πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé outre mesure, surchargé, accablé.
Étymologie: ὑπέρ, ἄχθος.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. βαρυφορτωμένος
2. πολύ βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ-αχθής, κατ-αχθής].
Greek Monotonic
ὑπεραχθής: -ές (ἄχθος), παραφορτωμένος, πολύ επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραχθής: перегруженный, переполненный (ταρσοί Theocr.).
Middle Liddell
ὑπερ-αχθής, ές ἄχθος
overburdened, Theocr.