ὑπερφωνέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερφωνέω:''' покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.
|elrutext='''ὑπερφωνέω:''' [[покрывать]] (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to outbawl, τινά Luc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to outbawl, τινά Luc.
}}
}}

Revision as of 14:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφωνέω Medium diacritics: ὑπερφωνέω Low diacritics: υπερφωνέω Capitals: ΥΠΕΡΦΩΝΕΩ
Transliteration A: hyperphōnéō Transliteration B: hyperphōneō Transliteration C: yperfoneo Beta Code: u(perfwne/w

English (LSJ)

A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooem. II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4. 2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler plus haut que, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φωνέω.

Greek Monotonic

ὑπερφωνέω: μέλ. -ήσω, υπερέχω κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, τινά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφωνέω: покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.

Middle Liddell

fut. ήσω
to outbawl, τινά Luc.