Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠμοφόριον: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoforion
|Transliteration C=omoforion
|Beta Code=w)mofo/rion
|Beta Code=w)mofo/rion
|Definition=τό, = <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[palliolum]], Gloss.</span>
|Definition=τό, = [[palliolum]], Gloss.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμοφόριον''': τό, [[κάλυμμα]] ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. [[κρήδεμνον]]· [[ὠμόφορον]] παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ [[ἐπίσκοπος]] φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) [[εἶδος]] καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[ὠμόφορον]], Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''ὠμοφόριον''': τό, [[κάλυμμα]] ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. [[κρήδεμνον]]· [[ὠμόφορον]] παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ [[ἐπίσκοπος]] φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) [[εἶδος]] καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[ὠμόφορον]], Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.
}}
}}

Revision as of 11:10, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφόριον Medium diacritics: ὠμοφόριον Low diacritics: ωμοφόριον Capitals: ΩΜΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: ōmophórion Transliteration B: ōmophorion Transliteration C: omoforion Beta Code: w)mofo/rion

English (LSJ)

τό, = palliolum, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφόριον: τό, κάλυμμα ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. κρήδεμνον· ὠμόφορον παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ ἐπίσκοπος φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) εἶδος καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· ὡσαύτως ὠμόφορον, Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.