κῆνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῆνος]] (Α)<br /><b>(αιολ.)</b> και δωρ. τ. του <i>κεῑνος</i>, <i>ἐκεῑνος</i>) <b>βλ.</b> [[εκείνος]].
|mltxt=[[κῆνος]] (Α)<br /><b>(αιολ.)</b> και δωρ. τ. του <i>κεῖνος</i>, <i>ἐκεῖνος</i>) <b>βλ.</b> [[εκείνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆνος Medium diacritics: κῆνος Low diacritics: κήνος Capitals: ΚΗΝΟΣ
Transliteration A: kē̂nos Transliteration B: kēnos Transliteration C: kinos Beta Code: kh=nos

English (LSJ)

Aeol.and Dor.for κεῖνος, ἐκεῖνος, Sapph.2.1, Epigr.Gr.991.13 (Balbilla), SIG1025.25 (Cos, iv/iii B.C.); κήνοθεν, A thence, Alc. 86. κηνούει· ἐκεῖ, and κηνῶ· ἐκεῖθεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1431] äol. = κεῖνος, Sapph. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κῆνος: Αἰολ. ἀντὶ κεῖνος, ἐκεῖνος Σαπφὼ 2. 1, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4730. 13· πρβλ. Δωρ. τῆνος, Θεόκρ. 1. 1.

Greek Monolingual

κῆνος (Α)
(αιολ.) και δωρ. τ. του κεῖνος, ἐκεῖνος) βλ. εκείνος.

Greek Monotonic

κῆνος: Αιολ. αντί κεῖνος, ἐκεῖνος.

Russian (Dvoretsky)

κῆνος: Sappho = κεῖνος (т. е. ἐκεῖνος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῆνος Αeol. en Dor. voor κεῖνος, ἐκεῖνος.