μεσόκωλον: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσόκωλον''': τό, τὸ [[μέρος]] τοῦ μεσεντερίου τὸ | |lstext='''μεσόκωλον''': τό, τὸ [[μέρος]] τοῦ μεσεντερίου τὸ μετὰ τὸ [[κῶλον]], Ἱππ. 274. 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσόκωλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] του κώλου, του μέλους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μεσόκωλα</i><br />το [[τμήμα]] του μεσεντερίου που βρίσκεται [[μετά]] το κώλο, το [[κωλάντερο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μέσον]] <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]]. | |mltxt=[[μεσόκωλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] του κώλου, του μέλους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μεσόκωλα</i><br />το [[τμήμα]] του μεσεντερίου που βρίσκεται [[μετά]] το κώλο, το [[κωλάντερο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μέσον]] <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 20 April 2021
English (LSJ)
τό, A middle of a limb, Sor.Fasc. 55. II in pl., part of the μεσεντέριον next to the κῶλον, Hp.Oss. 1, Epid.6.4.6: sg., Gal.17(2).134.
German (Pape)
[Seite 138] τό, wie μεσεντέριον, Darmfett, Gekröse, soweit es an den dicken Därmen hängt, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόκωλον: τό, τὸ μέρος τοῦ μεσεντερίου τὸ μετὰ τὸ κῶλον, Ἱππ. 274. 15.
Greek Monolingual
μεσόκωλον, τὸ (Α)
1. το μέσο του κώλου, του μέλους
2. στον πληθ. τὰ μεσόκωλα
το τμήμα του μεσεντερίου που βρίσκεται μετά το κώλο, το κωλάντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. μέσον + κῶλον.