κλώμαξ: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλώμαξ]] και [[κρώμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[σωρός]] λίθων ή [[πετρώδης]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>αξ</i> [[κατά]] τα <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>, <i>βῶλ</i>-<i>αξ</i>. Το θ. <i>κλω</i>-<i>μ</i>- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. <i>κλῶ</i>-<i>μος</i> («[[ρωγμή]]»;) <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια [[μετάπτωση]] του -<i>ω</i>- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -<i>α</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄγ</i>-<i>ω</i>: <i>ἀγ</i>-<i>ωγ</i>-<i>ή</i>). Ο παρλλ. τ. [[κρῶμαξ]] με -<i>ρ</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[κρημνός]].
|mltxt=[[κλώμαξ]] και [[κρώμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[σωρός]] λίθων ή [[πετρώδης]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>αξ</i> [[κατά]] τα <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>, <i>βῶλ</i>-<i>αξ</i>. Το θ. <i>κλω</i>-<i>μ</i>- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. <i>κλῶ</i>-<i>μος</i> («[[ρωγμή]]»;) <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια [[μετάπτωση]] του -<i>ω</i>- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -<i>α</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἄγ</i>-<i>ω</i>: <i>ἀγ</i>-<i>ωγ</i>-<i>ή</i>). Ο παρλλ. τ. [[κρῶμαξ]] με -<i>ρ</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[κρημνός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 13:35, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1458] ακος, ὁ (vgl. κρώμαξ), ein Steinhaufen, ein Felsen, κλώμακες ἀηδόνων, die Felsen der Sirenen, Lycophr. 653; vgl. glomus, globus, Klump, Buttmann Lexil. II p. 159.

Greek (Liddell-Scott)

κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρὸς λίθων, πετρώδης τόπος, Λυκόφρ. 653· κρώμαξ, Ἡσύχ., Δράκων.

Greek Monolingual

κλώμαξ και κρώμαξ, -ακος, ὁ (Α)
σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -αξ κατά τα λίθ-αξ, βῶλ-αξ. Το θ. κλω-μ- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. κλῶ-μοςρωγμή»;) < κλάω / - «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια μετάπτωση του -ω- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -α- (πρβλ. ἄγ-ω: ἀγ-ωγ-ή). Ο παρλλ. τ. κρῶμαξ με -ρ- πιθ. κατ' επίδραση του κρημνός.

Greek Monotonic

κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρός από πέτρες (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

κλώμαξ, ακος,
a heap of stones, [deriv. uncertain]