ἐρυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυγγάνω''': κοινὸς πεζὸς καὶ Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ [[ἐρεύγομαι]], Ἱππ. 371. 46, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 2˙ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[οἶνον]] ἐρυγγ. Εὐρ. Κύκλ. 523, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Μαρικᾷ» 14˙ σκοροδάλμην Λουκ. Ἀλέξ. 39˙ μεταφ., δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21: [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ., Ἱππ. 371. 24, 38. - Περὶ τοῦ ἤρῠγον ἴδε [[ἐρεύγομαι]].
|lstext='''ἐρυγγάνω''': κοινὸς πεζὸς καὶ Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ [[ἐρεύγομαι]], Ἱππ. 371. 46, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 2˙ μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[οἶνον]] ἐρυγγ. Εὐρ. Κύκλ. 523, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Μαρικᾷ» 14˙ σκοροδάλμην Λουκ. Ἀλέξ. 39˙ μεταφ., δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21: [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ., Ἱππ. 371. 24, 38. - Περὶ τοῦ ἤρῠγον ἴδε [[ἐρεύγομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυγγάνω Medium diacritics: ἐρυγγάνω Low diacritics: ερυγγάνω Capitals: ΕΡΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: eryngánō Transliteration B: erynganō Transliteration C: eryggano Beta Code: e)rugga/nw

English (LSJ)

Prose and Att. form of ἐρεύγομαι (A), A belch, Hp.Vict.3.76, Cratin.58 : c. acc., [Βάκχιον] ἐ. E.Cyc.523, cf. Eup.198 ; σκοροδάλμην Luc.Alex.39 : metaph., δάνει' ἐρυγγάνων Diph.43.21:—also in Med., c. acc., Hp.Vict.3.75.

German (Pape)

[Seite 1035] praes. u. impf. att. = ἐρεύγομαι, nach den Atticisten die Form der gewöhnlichen Sprache dafür, rülpsen, vom Aufstoßen nach dem Essen, Hippocr.; Cratin. bei Ath. VIII, 344 b u. andere comici. Auch c. acc., ἐρυγγάνω γὰρ αὐτὸν (οἶνον) ἡδέως ἐγώ, der Wein stößt mir angenehm auf, Eur. Cycl. 523; τὴν σκοροδάλμην Luc. Alex. 39; λιμῶδες καὶ αὐχμηρόν, vor Hunger u. Elend rülpsen, Alciphr. 1, 25. – Ausbrechen, Hippocr. – Übertr., Etwas im Munde führen, schwatzen, λαλῶν τὰ ναῦλα καὶ δάνει' ἐρυγγάνων Diphil. bei Ath. VII, 292 b, vgl. Suid., gewiß eine Redensart des gemeinen Lebens. – Hippocr. braucht auch das med.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυγγάνω: κοινὸς πεζὸς καὶ Ἀττ. τύπος τοῦ ἐρεύγομαι, Ἱππ. 371. 46, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 2˙ μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶνον ἐρυγγ. Εὐρ. Κύκλ. 523, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Μαρικᾷ» 14˙ σκοροδάλμην Λουκ. Ἀλέξ. 39˙ μεταφ., δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21: ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ., Ἱππ. 371. 24, 38. - Περὶ τοῦ ἤρῠγον ἴδε ἐρεύγομαι.

French (Bailly abrégé)

1 roter ; vomir;
2 fig. vomir des paroles.

Greek Monolingual

ἐρυγγάνω (αττ. τ. του ἐρεύγομαι) (Α)
1. βλ. ερεύγομαι
2. μτφ. φλυαρώ, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερεύγομαι (I)].

Greek Monotonic

ἐρυγγάνω: = ἐρεύγομαι, Λατ. eructare, οἶνον ἐρυγγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυγγάνω: (= ἐρεύγομαι) отрыгать (οἶνον Eur.; σκοροδάλμην Luc.).

Frisk Etymological English

See also: s. 1. and 2. ἐρεύγομαι.

Middle Liddell


= ἐρεύγομαι vomit, eructare, οἶνον ἐρυγγ. Eur.

Frisk Etymology German

ἐρυγγάνω: {eruggánō}
Forms: ἐρυγεῖν, ἐρυγή usw.
See also: s. 1. und 2. ἐρεύγομαι.
Page 1,567