λοξοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοξοβάμων]], -ον (Α)<br />αυτός που περπατά [[λοξά]], όπως ο [[καρκίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[υψιβάμων]], [[χαμαιβάμων]])].
|mltxt=[[λοξοβάμων]], -ον (Α)<br />αυτός που περπατά [[λοξά]], όπως ο [[καρκίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) ([[πρβλ]]. [[υψιβάμων]], [[χαμαιβάμων]])].
}}
}}

Revision as of 14:34, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λοξοβάμων: [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ καρκίνος, «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοξοβάμων, -ον (Α)
αυτός που περπατά λοξά, όπως ο καρκίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βάμων (< βαίνω) (πρβλ. υψιβάμων, χαμαιβάμων)].