βαρυπενθής: Difference between revisions
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰρῠπενθής) -ές | |dgtxt=(βᾰρῠπενθής) -ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. βαρυπενθάς <i>GVI</i> 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)<br /><b class="num">1</b> de pers. [[gravemente dolorido]] o [[gravemente afligido]] ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ <i>AP</i> 9.254 (Phil.), <i>GVI</i> l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός <i>IG</i> 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.<i>Fr</i>.32c.<br /><b class="num">2</b> [[que causa grave aflicción]] μάχαι B.14.12, τόξα <i>AP</i> 16.134 (Mel.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:25, 20 July 2021
English (LSJ)
ές, = βαρυπένθητος (mourning heavily), Ph.2.269, IG12(5).675.6 (Syros), Orph.Fr.32c:—a fem. form βᾰρυ-πενθάς Epigr.Gr.367 (Cotiaeum). II causing grievous woe, μάχαι B.13.12; τόξα APl.4.134 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυπενθής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 212, 367. ΙΙ. ὁ προξενῶν πάθος, θλῖψιν, λύπην βαρεῖαν, Ἀνθ. Πλαν. 4.134, Φίλων 2. 268.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une douleur profonde.
Étymologie: βαρύς, πένθος.
English (Slater)
βαρυπενθής ?
1 of deep grief ]βαρυπε[νθ (supp. Snell: fort. divisim) ?fr. 344. 6.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠπενθής) -ές
• Alolema(s): fem. βαρυπενθάς GVI 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)
1 de pers. gravemente dolorido o gravemente afligido ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ AP 9.254 (Phil.), GVI l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός IG 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.Fr.32c.
2 que causa grave aflicción μάχαι B.14.12, τόξα AP 16.134 (Mel.).
Greek Monolingual
βαρυπενθής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που προξενεί βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθής < πένθος (πρβλ. απενθής, νεοπενθής, πολυπενθής κ.ά.)].
Greek Monotonic
βᾰρῠπενθής: -ές (πένθος), αυτός που προκαλεί οδυνηρή συμφορά, πένθος, σε Ανθ.
Middle Liddell
πένθος
causing grievous woe, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυπενθής -ές βαρύς, πένθος zwaar leed brengend.