ὀδοντότριμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ὀδοντότριμμα]])<br />[[σκόνη]] που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρίμμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]])].
|mltxt=το (ΑΜ [[ὀδοντότριμμα]])<br />[[σκόνη]] που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρίμμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]])].
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[ὀδοντόσμηγμα]].
}}
}}

Revision as of 17:09, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδοντότριμμα Medium diacritics: ὀδοντότριμμα Low diacritics: οδοντότριμμα Capitals: ΟΔΟΝΤΟΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: odontótrimma Transliteration B: odontotrimma Transliteration C: odontotrimma Beta Code: o)donto/trimma

English (LSJ)

ατος, τό, = ὀδοντόσμηγμα (tooth-powder), Damocr. ap. Gal. 12.890, Gal. 12.884, An.Par. 1.394, Gloss.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀδοντότριμμα)
σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τρίμμα (< τρίβω)].

German (Pape)

τό, = ὀδοντόσμηγμα.