τήβεννος: Difference between revisions
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῡσι», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[ένδυμα]], μαύρου [[συνήθως]] χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα [[μανίκια]] και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, [[μέλη]] της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>toga</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τήβεννος:''' ἡ Plut. = [[τήβεννα]] 2. | |elrutext='''τήβεννος:''' ἡ Plut. = [[τήβεννα]] 2. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
ἡ, = τήβεννα.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 manteau grec;
2 à Rome toge.
Étymologie: DELG terme étrusque.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τήβεννα Α
χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῡσι», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].
Russian (Dvoretsky)
τήβεννος: ἡ Plut. = τήβεννα 2.