γέλος: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> [[γέλιο]] σαρκαστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γέλως]]. Για την [[αλλαγή]] του γένους <b>[[πρβλ]].</b> ο [[βουνός]]-το [[βουνό]], η [[βάλσαμος]]-το [[βάλσαμο]], ο [[δάκτυλος]]-το [[δάκτυλο]], η [[ελάτη]]-το [[έλατο]], η [[δρόσος]]-το [[δρόσος]] κ.λπ.].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> [[γέλιο]] σαρκαστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γέλως]]. Για την [[αλλαγή]] του γένους [[πρβλ]]. ο [[βουνός]]-το [[βουνό]], η [[βάλσαμος]]-το [[βάλσαμο]], ο [[δάκτυλος]]-το [[δάκτυλο]], η [[ελάτη]]-το [[έλατο]], η [[δρόσος]]-το [[δρόσος]] κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλος Medium diacritics: γέλος Low diacritics: γέλος Capitals: ΓΕΛΟΣ
Transliteration A: gélos Transliteration B: gelos Transliteration C: gelos Beta Code: ge/los

English (LSJ)

ὁ, Aeolic for γέλως.

German (Pape)

[Seite 480] ὁ, äol. = γέλως, s. Greg. Cor. p. 608.

Greek (Liddell-Scott)

γέλος: ὁ, ἴδε γέλως.

English (Autenrieth)

dat. γέλῳ, acc. γέλω and γέλον: laughter; γέλῳ ἔκθανον, ‘laughed themselves to death,’ Od. 18.100.
see γέλως.

Greek Monolingual

το
1. το γέλιο
2. γέλιο σαρκαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γέλως. Για την αλλαγή του γένους πρβλ. ο βουνός-το βουνό, η βάλσαμος-το βάλσαμο, ο δάκτυλος-το δάκτυλο, η ελάτη-το έλατο, η δρόσος-το δρόσος κ.λπ.].