καστόρειος: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kastoreios | |Transliteration C=kastoreios | ||
|Beta Code=kasto/reios | |Beta Code=kasto/reios | ||
|Definition=or [[καστόριος]], α, ον, [[of the beaver]], [[ὄρχεις]] Hsch. s.v. [[κάστωρ]]· [[αἷμα]] Dsc. 2.24; — esp. [[καστόρειον]] or [[καστόριον]], τό, [[castor]], secretion found in the body of the beaver, used in medicine, ''Anon. Lond.'' 37.51, POxy. 1088.27 (i AD), Plu. 2.55a, Sor. 2.29, Phlp. ''in GC'' 65.29, etc. | |Definition=or [[καστόριος]], α, ον, [[of the beaver]], [[ὄρχεις]] Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κάστωρ]]· [[αἷμα]] Dsc. 2.24; — esp. [[καστόρειον]] or [[καστόριον]], τό, [[castor]], secretion found in the body of the beaver, used in medicine, ''Anon. Lond.'' 37.51, POxy. 1088.27 (i AD), Plu. 2.55a, Sor. 2.29, Phlp. ''in GC'' 65.29, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:35, 1 February 2021
English (LSJ)
or καστόριος, α, ον, of the beaver, ὄρχεις Hsch. s.v. κάστωρ· αἷμα Dsc. 2.24; — esp. καστόρειον or καστόριον, τό, castor, secretion found in the body of the beaver, used in medicine, Anon. Lond. 37.51, POxy. 1088.27 (i AD), Plu. 2.55a, Sor. 2.29, Phlp. in GC 65.29, etc.
German (Pape)
[Seite 1333] vom Biber. S. auch nom. pr. unter Κάστωρ.
Greek Monolingual
καστόρειος, -ον (Α) Κάστωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του Διός και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη
2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» — ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» — πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με συνοδεία αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν μάχη.