καρατόμος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρατόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο [[αποκεφαλιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (Ι) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> και [[καράτομος]])].
|mltxt=[[καρατόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο [[αποκεφαλιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (Ι) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>λα</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. ([[πρβλ]]. και [[καράτομος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰρᾱτόμος:''' отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.).
|elrutext='''κᾰρᾱτόμος:''' отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.).
}}
}}

Revision as of 13:06, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρατόμος Medium diacritics: καρατόμος Low diacritics: καρατόμος Capitals: ΚΑΡΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: karatómos Transliteration B: karatomos Transliteration C: karatomos Beta Code: karato/mos

English (LSJ)

ον, Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc. 187.

German (Pape)

[Seite 1325] den Kopf abschneidend, köpfend; σφαγαί Eur. Rhes. 606; τινός Lycophr. 187; – καράτομος, geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121 Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.

Greek Monolingual

καρατόμος, ὁ (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος, υλο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱτόμος: отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.).