κατάβα: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kata/ba | |Beta Code=kata/ba | ||
|Definition=for [[κατάβηθι]], ''aor.2 imper.'' of [[καταβαίνω]]. | |Definition=for [[κατάβηθι]], ''aor.2 imper.'' of [[καταβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de</i> [[καταβαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάβα''': ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | |lstext='''κατάβα''': ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:20, 1 October 2022
English (LSJ)
for κατάβηθι, aor.2 imper. of καταβαίνω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.
Greek Monolingual
(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.
(II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.
Greek Monotonic
κατάβα: αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.