μακροκατάληκτος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροκατάληκτος]], -ον)<br />(για [[λέξη]]) αυτός που καταλήγει σε μακρά [[συλλαβή]], αυτός που έχει τη [[λήγουσα]] μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καταληκτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καταλήγω]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[μακροκατάληκτος]], -ον)<br />(για [[λέξη]]) αυτός που καταλήγει σε μακρά [[συλλαβή]], αυτός που έχει τη [[λήγουσα]] μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καταληκτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καταλήγω]]), [[πρβλ]]. [[ομοιοκατάληκτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 23 August 2021
English (LSJ)
v. sub μακροκαταληκτέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακροκατάληκτος, -ον)
(για λέξη) αυτός που καταλήγει σε μακρά συλλαβή, αυτός που έχει τη λήγουσα μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + καταληκτός (< καταλήγω), πρβλ. ομοιοκατάληκτος].