πευκέδανον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πευκέδᾰνον''': τό, [[φυτόν]] τι ὅμοιον μαράθρῳ, [[ὅπερ]] τεμνόμενον κατὰ τὴν ῥίζαν παράγει ὀπὸν ναρκωτικόν, Θεοφρ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14. 1· ― [[ὡσαύτως]] πευκέδανος, ἡ, Διοσκ. 3. 92.
|lstext='''πευκέδᾰνον''': τό, [[φυτόν]] τι ὅμοιον μαράθρῳ, [[ὅπερ]] τεμνόμενον κατὰ τὴν ῥίζαν παράγει ὀπὸν ναρκωτικόν, Θεοφρ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14. 1· ― [[ὡσαύτως]] πευκέδανος, ἡ, Διοσκ. 3. 92.
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[πευκέδανος]], Diosc.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευκέδᾰνον Medium diacritics: πευκέδανον Low diacritics: πευκέδανον Capitals: ΠΕΥΚΕΔΑΝΟΝ
Transliteration A: peukédanon Transliteration B: peukedanon Transliteration C: pefkedanon Beta Code: peuke/danon

English (LSJ)

τό, A sulphur-wort, Peucedanum officinale, Thphr.HP 9.14.1, Nic.Th.76:—also πευκέδανος, ἡ, v.l. in Dsc.3.78, cf. Sch. Nic.Th.76. II = σίκυς ἄγριος, Ps.-Dsc.4.150.

Greek (Liddell-Scott)

πευκέδᾰνον: τό, φυτόν τι ὅμοιον μαράθρῳ, ὅπερ τεμνόμενον κατὰ τὴν ῥίζαν παράγει ὀπὸν ναρκωτικόν, Θεοφρ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14. 1· ― ὡσαύτως πευκέδανος, ἡ, Διοσκ. 3. 92.

German (Pape)

τό, = πευκέδανος, Diosc.