πυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῡρολόγος:''' убирающий пшеницу ([[δρεπάνη]] Anth.).
|elrutext='''πῡρολόγος:''' [[убирающий пшеницу]] ([[δρεπάνη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, [[λέγω]]<br />[[reaping]] [[wheat]], Anth.
|mdlsjtxt=πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, [[λέγω]]<br />[[reaping]] [[wheat]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρολόγος Medium diacritics: πυρολόγος Low diacritics: πυρολόγος Capitals: ΠΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pyrológos Transliteration B: pyrologos Transliteration C: pyrologos Beta Code: purolo/gos

English (LSJ)

ον, (πυρός) A reaping wheat, AP6.104 (Phil., v.l. πυριλ-).

German (Pape)

[Seite 823] Weizen lesend, sammelnd od. mähend, δρεπάνη, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

πῡρολόγος: -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, πυρολόγος δρεπάνη Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse le blé.
Étymologie: πυρός, λέγω².

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -λόγος].

Greek Monotonic

πῡρολόγος: -ον (πύρος, λέγω), αυτός που θερίζει σιτάρι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῡρολόγος: убирающий пшеницу (δρεπάνη Anth.).

Middle Liddell

πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, λέγω
reaping wheat, Anth.