ἀναχράομαι: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναχράομαι:''' истреблять, губить (Thuc. - v. l. к διαχρἀομαι).
|elrutext='''ἀναχράομαι:''' истреблять, губить (Thuc. - [[varia lectio|v.l.]] к διαχρἀομαι).
}}
}}

Revision as of 12:10, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχράομαι Medium diacritics: ἀναχράομαι Low diacritics: αναχράομαι Capitals: ΑΝΑΧΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anachráomai Transliteration B: anachraomai Transliteration C: anachraomai Beta Code: a)naxra/omai

English (LSJ)

A use up, and so, make away with, destroy, v.l. in Th.3.81, cf. D.C.51.8; οἱ ἑαυτοὺς - χρώμενοι 58.16. 2 use, IG5(1).1390.60 (Andania, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 215] = διαχράομαι, zw. Lesart Thuc. 1, 126, nach VLL.; D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχράομαι: ἀποθ., διαχράομαι, ἀποκτείνω, «ἀνεχρήσαντο: διέφθειραν· οὕτω Θουκυδίδης» Α. Β. 399· σχεδὸν πάντα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀπεχώρησαν, ἐν ᾧ ἓν τῶν ἀρίστων ἐν τῷ κειμένῳ καὶ τέσσαρα ἐν παρασημειώσει ἔχουσιν ἀπεχρῶντο, ἄλλο δὲ ἐν παρασημειώσει ἀνεχρῶντο· περὶ δὲ τῶν ἐν ταῖς ἐκδόσεσι γραφῶν ἴδε Πόππον, Ἀρνόλδ., Βλωμφίλ. κτλ. εἰς Θουκ. 3. 81.

Spanish (DGE)

1 servirse de, utilizar una partida de dinero ὁ δὲ ταμίας ... μὴ ἀναχρησάσθω IG 5(1).1390.60 (Andania I a.C.), cf. AB 399.
2 destruir, matar οἱ ἑαυτοὺς ἀναχρώμενοι los suicidas D.C.58.16.2, cf. 51.8.7, AB l.c., ἀναχρήσῃ· ἀνατεμῇ Hsch.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχράομαι: истреблять, губить (Thuc. - v.l. к διαχρἀομαι).