καλόψυχος: Difference between revisions
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[καλόψυχος]], -ον) αυτός που έχει καλή [[ψυχή]], [[αγαθός]], [[καλόκαρδος]], [[καλόγνωμος]], ευσπλαχνικός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόψυχα</i> (Μ καλόψυχα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευσπλαχνία, με [[καλοσύνη]], με καλή [[ψυχή]]<br /><b>μσν.</b><br />σε καλή ψυχική [[διάθεση]] («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[καλόψυχος]], -ον) αυτός που έχει καλή [[ψυχή]], [[αγαθός]], [[καλόκαρδος]], [[καλόγνωμος]], ευσπλαχνικός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόψυχα</i> (Μ καλόψυχα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευσπλαχνία, με [[καλοσύνη]], με καλή [[ψυχή]]<br /><b>μσν.</b><br />σε καλή ψυχική [[διάθεση]] («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. <i>γενναιό</i>-<i>ψυχος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A = εὔψυχος, Hsch. s.v. εὔθυμος.
German (Pape)
[Seite 1314] Erkl. von εὔθυμος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλόψῡχος: -ον, = εὔψυχος, Ἡσύχ. ἐν λ. εὔθυμος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καλόψυχος, -ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση.
επίρρ...
καλόψυχα (Μ καλόψυχα)
νεοελλ.
με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή
μσν.
σε καλή ψυχική διάθεση («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].