θεοπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ορος, ὁ</b>" to "ᾰ], ορος, ὁ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεοπάτωρ]], -ορος, ὁ (AM)<br />(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο [[πατέρας]] του θεού, ο [[πρόγονος]] του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γιος]] του θεού, [[τίτλος]] των βασιλέων τών Πάρθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[πάτωρ]], <i>βροντο</i>-<i>κεραυνο</i>-[[πάτωρ]].
|mltxt=[[θεοπάτωρ]], -ορος, ὁ (AM)<br />(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο [[πατέρας]] του θεού, ο [[πρόγονος]] του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γιος]] του θεού, [[τίτλος]] των βασιλέων τών Πάρθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[πάτωρ]], <i>βροντο</i>-<i>κεραυνο</i>-[[πάτωρ]].
}}
}}

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπάτωρ Medium diacritics: θεοπάτωρ Low diacritics: θεοπάτωρ Capitals: ΘΕΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: theopátōr Transliteration B: theopatōr Transliteration C: theopator Beta Code: qeopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, A son of God, title of Parthian kings, BMus.Cat.Coins Parthia p.16, al.

German (Pape)

[Seite 1197] ορος, ὁ, Gott Vater, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπάτωρ: -ορος, ὁ, πατὴρ τοῦ θεοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐπὶ τοῦ Δαβίδ, Ἐκκλ.∙ - οὐσιαστ. θεοπατορία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 236, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

θεοπάτωρ, -ορος, ὁ (AM)
(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο πατέρας του θεού, ο πρόγονος του θεού
αρχ.
ο γιος του θεού, τίτλος των βασιλέων τών Πάρθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α-πάτωρ, βροντο-κεραυνο-πάτωρ.