πόκα: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "qq.v." to "qq.v.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poka
|Transliteration C=poka
|Beta Code=po/ka
|Beta Code=po/ka
|Definition=ποκά [ᾰ], Dor. for [[πότε]], [[ποτέ]] (q[[quod vide|q.v.]]).
|Definition=ποκά [ᾰ], Dor. for [[πότε]], [[ποτέ]] ([[quod vide|qq.v.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:10, 5 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόκα Medium diacritics: πόκα Low diacritics: πόκα Capitals: ΠΟΚΑ
Transliteration A: póka Transliteration B: poka Transliteration C: poka Beta Code: po/ka

English (LSJ)

ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe : ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

Greek (Liddell-Scott)

πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πότε.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.
(II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].

Greek Monotonic

πόκα: ή ποκά[ᾰ], Δωρ. αντί πότε και ποτέ.

Russian (Dvoretsky)

πόκα: adv. дор. = πότε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόκα Dor. voor πότε.