ὀξύπους: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksypous
|Transliteration C=oksypous
|Beta Code=o)cu/pous
|Beta Code=o)cu/pous
|Definition=ὁ, ἡ, [[ὀξύπουν]], τό, [[swift-footed]], E.Or.1550 (troch.).
|Definition=ὁ, ἡ, [[ὀξύπουν]], τό, [[swift-footed]], [[swift of foot]], [[swift-running]], [[fleet-footed]], [[fleet of foot]], [[light-legged]], E.Or.1550 (troch.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:05, 21 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύπους Medium diacritics: ὀξύπους Low diacritics: οξύπους Capitals: ΟΞΥΠΟΥΣ
Transliteration A: oxýpous Transliteration B: oxypous Transliteration C: oksypous Beta Code: o)cu/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὀξύπουν, τό, swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, E.Or.1550 (troch.).

German (Pape)

[Seite 353] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von ἀργίπους.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, ὠκύπους, Εὐρ. Ὀρ. 1550.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὀξύς, πούς.

Greek Monolingual

-ουν (Α ὀξύπους, -ουν)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πούς (πρβλ. ταχύπους)].

Greek Monotonic

ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, που τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων πέλας ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому.

Middle Liddell

ὀξύ-πους,
swift-footed, Eur.