επαρκώ: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπαρκῶ, -έω) [[αρκώ]]<br />[[είμαι]] [[αρκετός]], [[είμαι]] αρκετά [[ικανός]] σε [[κάτι]], [[αρκώ]], [[φθάνω]]<br />(«τα τρόφιμα δεν επαρκούν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκρούω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]] [[κάτι]] («[[οὐδέ]] τι οἱ τὸ γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. ή αιτ. προσ.) [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]] («ἐπήρκουν τοῖς δεομένοις τῶν [[φίλων]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[μεταδίδω]], [[προμηθεύω]] («πᾱσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εφοδιάζω]] με [[κάτι]].
|mltxt=(AM ἐπαρκῶ, -έω) [[αρκώ]]<br />[[είμαι]] [[αρκετός]], [[είμαι]] αρκετά [[ικανός]] σε [[κάτι]], [[αρκώ]], [[φθάνω]]<br />(«τα τρόφιμα δεν επαρκούν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκρούω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]] [[κάτι]] («[[οὐδέ]] τι οἱ τὸ γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. ή αιτ. προσ.) [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]] («ἐπήρκουν τοῖς δεομένοις τῶν [[φίλων]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[μεταδίδω]], [[προμηθεύω]] («πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εφοδιάζω]] με [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 29 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπαρκῶ, -έω) αρκώ
είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω
(«τα τρόφιμα δεν επαρκούν»)
αρχ.
1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτιοὐδέ τι οἱ τὸ γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω («ἐπήρκουν τοῖς δεομένοις τῶν φίλων», Αριστοφ.)
3. χορηγώ, παρέχω, μεταδίδω, προμηθεύω («πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ», Ξεν.)
4. εφοδιάζω με κάτι.