συνεισπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[στέλλω]] [[κάπου]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπέμπω]] «[[στέλλω]]»].
|mltxt=Α<br />[[στέλλω]] [[κάπου]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον («τοῖς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπέμπω]] «[[στέλλω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[στέλλω]] [[κάπου]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπέμπω]] «[[στέλλω]]»].
|mltxt=Α<br />[[στέλλω]] [[κάπου]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον («τοῖς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπέμπω]] «[[στέλλω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:30, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπέμπω Medium diacritics: συνεισπέμπω Low diacritics: συνεισπέμπω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: syneispémpō Transliteration B: syneispempō Transliteration C: syneispempo Beta Code: suneispe/mpw

English (LSJ)

A send into along with, Ael.VH12.43codd.

German (Pape)

[Seite 1011] mit hineinschicken, Ael. H. A. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπέμπω: μέλλ. -ψω, εἰσπέμπω ὁμοῦ μετά τινος, ἔνθα ὁ Κοραῆς διώρθωσε: συνεκπέμπω, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

envoyer qqe part avec.
Étymologie: σύν, εἰσπέμπω.

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῖς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῖς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].