ἐπιδικάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδικάσιμος]], -ον (Α) [[επιδίκαση]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να τον απαιτήσει δικαστικά με την [[αιτιολογία]] ότι του ανήκει («κατατιθέναι εἰς [[μέσον]] ἐπιδικάσιμον τοῖς βουλομένοις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιζήτητος]] («[[οὔτε]] φίλοις [[ἐπιδικάσιμος]] [[οὔτε]] ἐχθροῑς [[φοβερός]]», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[ἐπιδικάσιμος]], -ον (Α) [[επιδίκαση]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να τον απαιτήσει δικαστικά με την [[αιτιολογία]] ότι του ανήκει («κατατιθέναι εἰς [[μέσον]] ἐπιδικάσιμον τοῖς βουλομένοις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιζήτητος]] («[[οὔτε]] φίλοις [[ἐπιδικάσιμος]] [[οὔτε]] ἐχθροῖς [[φοβερός]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιδῐκάσιμος:''' (ᾰ) досл. защищающий на суде, перен. оказывающий помощь, полезный (φίλοις Luc.).
|elrutext='''ἐπιδῐκάσιμος:''' (ᾰ) досл. защищающий на суде, перен. оказывающий помощь, полезный (φίλοις Luc.).
}}
}}

Revision as of 15:05, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδῐκάσιμος Medium diacritics: ἐπιδικάσιμος Low diacritics: επιδικάσιμος Capitals: ΕΠΙΔΙΚΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: epidikásimos Transliteration B: epidikasimos Transliteration C: epidikasimos Beta Code: e)pidika/simos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A to be claimed as one's right, J.AJ4.2.4; much sought for, Luc.Somn.9.

German (Pape)

[Seite 938] τινί, der Jemandes Sache vor Gericht führen kann, zur Unterstützung der Rechtsansprüche dienlich, Luc. Somn. 9; τινί, von Jem. beansprucht, Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on réclame, que l’on invoque ; secourable.
Étymologie: ἐπιδικάζω.

Greek Monolingual

ἐπιδικάσιμος, -ον (Α) επιδίκαση
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τον απαιτήσει δικαστικά με την αιτιολογία ότι του ανήκει («κατατιθέναι εἰς μέσον ἐπιδικάσιμον τοῖς βουλομένοις», Ιώσ.)
2. περιζήτητοςοὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῖς φοβερός», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδῐκάσιμος: (ᾰ) досл. защищающий на суде, перен. оказывающий помощь, полезный (φίλοις Luc.).