στήριγγα: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[στῆριγξ]], -ήριγγος, ΝΑ, και [[λόγιος]] τ. στήριγξ Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> α) [[καθένας]] από τους μεταλλικούς στυλίσκους που [[είναι]] στερεωμένοι από τη μία και την [[άλλη]] [[πλευρά]] της σκάλας του πλοίου, στο [[πάνω]] [[άκρο]] τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν. [[πουντέλι]]<br />β) [[καθένας]] από τους διχαλωτούς μεταλλικούς στυλίσκους που [[είναι]] τοποθετημένοι [[κατά]] τον διαμήκη άξονα μικρού ιστιοφόρου σκάφους και στους οποίους συγκρατούνται τα [[ιστία]] και οι φορτωτήρες, όταν δεν βρίσκονται σε [[λειτουργία]], κν. [[φουρκάς]] ή [[φουρκάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[αντηρίδα]] («τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾱ<br />ταῡτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> η [[παρακερκίς]]<br /><b>3.</b> διχαλωτή, ξύλινη ή μεταλλική [[ράβδος]] που χρησιμεύει για την [[υποστήριξη]] του ρυμού της άμαξας, όταν δεν [[είναι]] ζευγμένα τα υποζύγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθανότατα για υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. [[στηρίζω]], [[κατά]] τα [[σάλπιγξ]], [[στρόφιγξ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[στηρίζω]])].
|mltxt=η / [[στῆριγξ]], -ήριγγος, ΝΑ, και [[λόγιος]] τ. στήριγξ Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> α) [[καθένας]] από τους μεταλλικούς στυλίσκους που [[είναι]] στερεωμένοι από τη μία και την [[άλλη]] [[πλευρά]] της σκάλας του πλοίου, στο [[πάνω]] [[άκρο]] τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν. [[πουντέλι]]<br />β) [[καθένας]] από τους διχαλωτούς μεταλλικούς στυλίσκους που [[είναι]] τοποθετημένοι [[κατά]] τον διαμήκη άξονα μικρού ιστιοφόρου σκάφους και στους οποίους συγκρατούνται τα [[ιστία]] και οι φορτωτήρες, όταν δεν βρίσκονται σε [[λειτουργία]], κν. [[φουρκάς]] ή [[φουρκάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[αντηρίδα]] («τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾱ<br />ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> η [[παρακερκίς]]<br /><b>3.</b> διχαλωτή, ξύλινη ή μεταλλική [[ράβδος]] που χρησιμεύει για την [[υποστήριξη]] του ρυμού της άμαξας, όταν δεν [[είναι]] ζευγμένα τα υποζύγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθανότατα για υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. [[στηρίζω]], [[κατά]] τα [[σάλπιγξ]], [[στρόφιγξ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[στηρίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

η / στῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν
νεοελλ.
ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά της σκάλας του πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν. πουντέλι
β) καθένας από τους διχαλωτούς μεταλλικούς στυλίσκους που είναι τοποθετημένοι κατά τον διαμήκη άξονα μικρού ιστιοφόρου σκάφους και στους οποίους συγκρατούνται τα ιστία και οι φορτωτήρες, όταν δεν βρίσκονται σε λειτουργία, κν. φουρκάς ή φουρκάδα
αρχ.
1. στήριγμα, υποστήριγμα, αντηρίδα («τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾱ
ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος», Ξεν.)
2. η παρακερκίς
3. διχαλωτή, ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για την υποστήριξη του ρυμού της άμαξας, όταν δεν είναι ζευγμένα τα υποζύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. στηρίζω, κατά τα σάλπιγξ, στρόφιγξ (βλ. και λ. στηρίζω)].