επινοώ: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐπινοῶ, -έω) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[μηχανεύομαι]], [[εφευρίσκω]], [[σοφίζομαι]] (α. «επινόησε [[ολόκληρο]] [[παραμύθι]] για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον | |mltxt=(AM ἐπινοῶ, -έω) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[μηχανεύομαι]], [[εφευρίσκω]], [[σοφίζομαι]] (α. «επινόησε [[ολόκληρο]] [[παραμύθι]] για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξέρω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπινοοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />θεωρούμαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω στον νου, [[προτίθεμαι]], [[σκέπτομαι]] («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[αισθάνομαι]], [[κατανοώ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:22, 26 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπινοῶ, -έω) νοώ
1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.)
2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
μσν.
1. ξέρω καλά
2. παθ. ἐπινοοῦμαι, -έομαι
θεωρούμαι
αρχ.-μσν.
έχω στον νου, προτίθεμαι, σκέπτομαι («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», Θουκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ
2. νομίζω, αισθάνομαι, κατανοώ.