προνοώ: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προνοῶ, -έω, ΝΜΑ [[νοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[πρόνοια]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από [[νωρίς]] για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων [[ὅπως]] [[μήποτε]] αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] από [[πριν]], [[προβλέπω]] (α. «θεῑος νοῡς νοεῑ μὲν ὡς νοῡς, προνοεῑ δὲ ὡς [[θεός]]», Πρόκλ.<br />β. «δόλον δ' [[οὔτι]] προνόησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]] («Ἰησοῡς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσχεδιάζω]], [[μελετώ]] εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[προνοητικός]], [[παίρνω]] τα αναγκαία [[μέτρα]] για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῑν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προνοοῦμαι</i><br />α) [[προβλέπω]] («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῑσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν μελλόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] από [[πριν]] («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[εποπτεύω]], [[επιβλέπω]] («προνοεῑσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=προνοῶ, -έω, ΝΜΑ [[νοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[πρόνοια]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από [[νωρίς]] για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων [[ὅπως]] [[μήποτε]] αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] από [[πριν]], [[προβλέπω]] (α. «θεῑος νοῡς νοεῑ μὲν ὡς νοῡς, προνοεῑ δὲ ὡς [[θεός]]», Πρόκλ.<br />β. «δόλον δ' [[οὔτι]] προνόησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]] («Ἰησοῡς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσχεδιάζω]], [[μελετώ]] εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[προνοητικός]], [[παίρνω]] τα αναγκαία [[μέτρα]] για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προνοοῦμαι</i><br />α) [[προβλέπω]] («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῑσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν μελλόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] από [[πριν]] («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[εποπτεύω]], [[επιβλέπω]] («προνοεῑσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Greek Monolingual

προνοῶ, -έω, ΝΜΑ νοῶ
δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω (α. «θεῑος νοῡς νοεῑ μὲν ὡς νοῡς, προνοεῑ δὲ ὡς θεός», Πρόκλ.
β. «δόλον δ' οὔτι προνόησαν», Ομ. Ιλ.)
2. χορηγώ, παρέχω («Ἰησοῡς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)
αρχ.
1. προσχεδιάζω, μελετώ εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», Ξεν.)
2. είμαι προνοητικός, παίρνω τα αναγκαία μέτρα για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», Ευρ.)
3. μέσ. προνοοῦμαι
α) προβλέπω («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῑσθαι ὑπὲρ τῶν μελλόντων», Ξεν.)
β) φροντίζω, μεριμνώ από πριν («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», Θουκ.)
γ) εποπτεύω, επιβλέπω («προνοεῑσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», επιγρ.).