πεφυκότως: Difference between revisions

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῑ... μὴ δοκεῖν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῡκότως Medium diacritics: πεφυκότως Low diacritics: πεφυκότως Capitals: ΠΕΦΥΚΟΤΩΣ
Transliteration A: pephykótōs Transliteration B: pephykotōs Transliteration C: pefykotos Beta Code: pefuko/tws

English (LSJ)

Adv. of φύω (πέφῡκα), A naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
par une aptitude naturelle, naturellement.
Étymologie: πέφυκα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος του φύω].

Greek Monotonic

πεφῡκότως: επίρρ. του πέφυκα, φυσικά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πεφυκότως: естественно, натурально (μὴ πεπλασμένως, ἀλλὰ π. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυκότως, adv. van ptc. perf. van φύομαι, op een natuurlijke manier.

Middle Liddell

[adverb of πέφυκα
naturally, Arist.