ἐνώτιον: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " »" to "»")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐνώτιον]])<br />[[κόσμημα]] που κρέμεται από το [[αφτί]], [[σκουλαρίκι]] («[[ἐνώτιον]] χρυσοῦν
|mltxt=το (AM [[ἐνώτιον]])<br />[[κόσμημα]] που κρέμεται από το [[αφτί]], [[σκουλαρίκι]] («[[ἐνώτιον]] χρυσοῦν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ενώτιον]] τροχίλου» — [[μεταλλικός]] ή [[σχοίνινος]] [[δακτύλιος]], με τον οποίο αναρτάται ο [[τρόχιλος]] που περιβάλλει τη [[θήκη]] του, κν. [[σκουλαρίκι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> <i>ενώτια</i><br />τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται [[ανάμεσα]] στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο [[τρούλλος]] και στη [[βάση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ενωτὶ</i> (δοτ. εν. του <i>ούς</i>) με [[επίθημα]] -<i>ον</i>].
», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ενώτιον]] τροχίλου» — [[μεταλλικός]] ή [[σχοίνινος]] [[δακτύλιος]], με τον οποίο αναρτάται ο [[τρόχιλος]] που περιβάλλει τη [[θήκη]] του, κν. [[σκουλαρίκι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> <i>ενώτια</i><br />τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται [[ανάμεσα]] στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο [[τρούλλος]] και στη [[βάση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ενωτὶ</i> (δοτ. εν. του <i>ούς</i>) με [[επίθημα]] -<i>ον</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:15, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνώτιον Medium diacritics: ἐνώτιον Low diacritics: ενώτιον Capitals: ΕΝΩΤΙΟΝ
Transliteration A: enṓtion Transliteration B: enōtion Transliteration C: enotion Beta Code: e)nw/tion

English (LSJ)

τό, (οὖς)
A ear-ring, earring, A.Fr.102, Testamentum Platonisap. D.L.3.42, Aen.Tact.31.7, IG11(2).161B26(Delos, iii B. C.), Hedyl. ap.Ath.8.345b, etc.; cf. ἐνώδιον.

German (Pape)

[Seite 861] τό, das Ohrgehänge, gew. im plur.; Aeschyl. bei Poll. 10, 175. 2, 83; Hedyl. Ath. VIII, 345 a; D. L. 3, 42. S. ἐνώδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνώτιον: τό, (οὖς), «σκουλαρίκι», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 101, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 345Β, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 42· πρβλ. ἐνῴδιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. ἐνοιτ- PDura 30.21, PEuphr.12.18 (ambos III d.C.)
gener. plu. pendientes, zarcillos A.Fr.102, Aen.Tact.31.7, LXX Ge.24.22, IG 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), Sel.Pap.3.10 (I a.C.), Ath.331e, PDura l.c., Ael.VH 1.18, Pall.V.Chrys.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, POxy.3491.7 (II d.C.), PEuphr.l.c., Euagr.Pont.Schol.Pr.307.1, cf. ἐνώδιον.

Greek Monolingual

το (AM ἐνώτιον)
κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκιἐνώτιον χρυσοῦν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» — μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι
2. αρχιτ. ενώτια
τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο τρούλλος και στη βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενωτὶ (δοτ. εν. του ούς) με επίθημα -ον].

Russian (Dvoretsky)

ἐνώτιον: τό серьга Aesch., Diog. L.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐνῴδιον.

Frisk Etymology German

ἐνώτιον: {enṓtion}
See also: s. ἐνῴδιον.
Page 1,527