ἐπικαρπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικαρπίδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] τών καρπών («χνοῦν
|mltxt=[[ἐπικαρπίδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] τών καρπών («χνοῦνἐπικαρπίδιον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
ἐπικαρπίδιον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:40, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαρπίδιος Medium diacritics: ἐπικαρπίδιος Low diacritics: επικαρπίδιος Capitals: ΕΠΙΚΑΡΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epikarpídios Transliteration B: epikarpidios Transliteration C: epikarpidios Beta Code: e)pikarpi/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον, A on fruit, χνοῦς AP9.226 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 946] auf der Frucht, μήλων χνοῦς Zon. 6 (IX, 226).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le fruit.
Étymologie: ἐπί, καρπός.

Greek Monolingual

ἐπικαρπίδιος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῦνἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐπικαρπίδιος: -ον (καρπός), αυτός που γίνεται πάνω στον καρπό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαρπίδιος: (πῐ) находящийся на плодах, покрывающий плоды (χνοῦς Anth.).

Middle Liddell

ἐπι-καρπίδιος, ον καρπός
on fruit, Anth.