λουτήρας: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα | |mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βα</i>-<i>τήρ</i>, <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
ο (AM λουτήρ, -ῆρος)
σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων
μσν.
το βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τήρ, -τῆρος (πρβλ. βα-τήρ, κρα-τήρ)].