ίλεως: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἵλεως]], -ων (ΑΜ, Α και [[ἵλαος]] και [[ἵλεος]], -ον και αιολ. τ. ἴλλαος, -ον)<br />(για τον θεό)<br />[[εύσπλαγχνος]], [[πολυέλεος]] («καὶ [[ἵλεως]], [[ἵλεως]], | |mltxt=[[ἵλεως]], -ων (ΑΜ, Α και [[ἵλαος]] και [[ἵλεος]], -ον και αιολ. τ. ἴλλαος, -ον)<br />(για τον θεό)<br />[[εύσπλαγχνος]], [[πολυέλεος]] («καὶ [[ἵλεως]], [[ἵλεως]], γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) [[ευμενής]] («[[ἵλαος]] [[Ὀλύμπιος]] ἔσσεται ἡμῖν»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[πράος]], [[αγαθός]] (α. «σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἵλεως]] κλύειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ιλαρός]], [[χαρωπός]] («ὁ [[οἶνος]] τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τόσο ο τ. [[ἵλεως]] όσο και οι άλλοι διαλεκτικοί τ. <i>ἵλος</i>, [[ἵλεος]], <i>ἵλλαος</i> προέρχονται από θ. <i>σι</i>-<i>σλη</i>-, <i>σι</i>-<i>σλă</i>- (πρβλ. [[ιλάσκομαι]]). Ο τ. [[ίλαος]] μαρτυρείται και με μακρό <i>ᾱ</i>: <i>ἵλᾱος</i> (πρβλ. <i>νᾱός</i>: [[νεώς]], <i>λᾱός</i>: [[λεώς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
ἵλεως, -ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, -ον και αιολ. τ. ἴλλαος, -ον)
(για τον θεό)
εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν»)
αρχ.
1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν»)
2. (για ανθρώπους) πράος, αγαθός (α. «σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν», Ομ. Ιλ.
β. «ἵλεως κλύειν», Σοφ.)
3. ιλαρός, χαρωπός («ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τόσο ο τ. ἵλεως όσο και οι άλλοι διαλεκτικοί τ. ἵλος, ἵλεος, ἵλλαος προέρχονται από θ. σι-σλη-, σι-σλă- (πρβλ. ιλάσκομαι). Ο τ. ίλαος μαρτυρείται και με μακρό ᾱ: ἵλᾱος (πρβλ. νᾱός: νεώς, λᾱός: λεώς)].