μεταπαύομαι: Difference between revisions
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.). | |elrutext='''μεταπαύομαι:''' [[временами отдыхать]] (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Mid. to [[rest]] [[between]]-whiles, Il. | |mdlsjtxt=Mid. to [[rest]] [[between]]-whiles, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 20 August 2022
English (LSJ)
A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373. II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.
German (Pape)
[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
French (Bailly abrégé)
cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.
English (Autenrieth)
cease or rest between whiles, Il. 17.373.
Greek Monolingual
μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.
Greek Monotonic
μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).