φιλαναλωτής: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλανᾱλωτής:''' οῦ ὁ любитель расточать: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.
|elrutext='''φιλανᾱλωτής:''' οῦ ὁ [[любитель расточать]]: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,<br />[[fond]] of spending, [[prodigal]] of, c. gen. rei, Plat.
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,<br />[[fond]] of spending, [[prodigal]] of, c. gen. rei, Plat.
}}
}}

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλᾰνᾱλωτής Medium diacritics: φιλαναλωτής Low diacritics: φιλαναλωτής Capitals: ΦΙΛΑΝΑΛΩΤΗΣ
Transliteration A: philanalōtḗs Transliteration B: philanalōtēs Transliteration C: filanalotis Beta Code: filanalwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A fond of spending, prodigal, c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν Pl.R.548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανᾱλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, μετὰ γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime la dépense, prodigue.
Étymologie: φίλος, ἀναλίσκω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναλωτής «αυτός που δαπανά, που ξοδεύει» (< ἀναλίσκω)].

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱλωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά τις δαπάνες, άσωτος, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλανᾱλωτής: οῦ ὁ любитель расточать: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,
fond of spending, prodigal of, c. gen. rei, Plat.