ἀντιπολεμέω: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[ir a la guerra contra]] abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23<br /><b class="num">•</b>c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.<i>Criti</i>.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.<i>Cyr</i>.7.2.24, αὐτῷ Plu.<i>Fluu</i>.1.6<br /><b class="num">•</b>c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX <i>Is</i>.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez</i> D.C.38.40.6. | |dgtxt=[[ir a la guerra contra]] abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23<br /><b class="num">•</b>c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.<i>Criti</i>.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.<i>Cyr</i>.7.2.24, αὐτῷ Plu.<i>Fluu</i>.1.6<br /><b class="num">•</b>c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε [[LXX]] <i>Is</i>.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez</i> D.C.38.40.6. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:00, 20 June 2022
English (LSJ)
A wage war against, Th.3.39: c. dat., Pl.Criti.112e, X.Cyr.7.2.24: c. acc., LXXIs.41.12:—Pass., to be warred against, D.C.38.40.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπολεμέω: πολεμῶ ἐναντίον τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, ἐπειδὴ δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire la guerre contre.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.
Spanish (DGE)
ir a la guerra contra abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23
•c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.Criti.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.Cyr.7.2.24, αὐτῷ Plu.Fluu.1.6
•c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX Is.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez D.C.38.40.6.
Greek Monotonic
ἀντιπολεμέω: μέλ. -ήσω, υποκινώ πόλεμο εναντίον άλλων, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπολεμέω: вести (ответную) войну, воевать против (Thuc.; τινι Xen., Plat., Plut.).