ὑπερχέω: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[χέω]]<br /><b>1.</b> [[κατακλύζω]] («τὸ [[ὕδωρ]] ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>ὑπερχέομαι</i><br />α) [[υπερχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]] (α. «ὑπερχεῑται ὁ [[ποταμός]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[οἶνος]] [[ὑπὲρ]] τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)<br />β) διασκορπίζομαι (α. «[[τρίχες]] τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.<br />β. «εἰς | |mltxt=ΜΑ [[χέω]]<br /><b>1.</b> [[κατακλύζω]] («τὸ [[ὕδωρ]] ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>ὑπερχέομαι</i><br />α) [[υπερχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]] (α. «ὑπερχεῑται ὁ [[ποταμός]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[οἶνος]] [[ὑπὲρ]] τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)<br />β) διασκορπίζομαι (α. «[[τρίχες]] τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.<br />β. «εἰς ταῦτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῦν | ||
τες ἀλλήλους», <b>Πλούτ.</b>). | τες ἀλλήλους», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 25 July 2021
English (LSJ)
A cause to overflow, τὸ ὕδωρ (accus.) Aesop. in Gloss. vol. iii p.43:—Pass., overflow, overrun, of liquids, Arist.Pr.876a18, Mir. 837b9; ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον D.C.66.16; of the air, Hp.Aph.7.51; ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανές Arist.Mete.367a19; flow over, τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι Alciphr.Fr.5.4; τὰς -ομένας τοῦ ὄντος ἀρχάς Dam. Pr.61.
German (Pape)
[Seite 1204] (s. χέω), übergießen, überschwemmen, u. pass. überfließen; Arist. probl. 3, 34; ὑπερχεῖται ποταμός Plut. Rom. 5, u. oft; anch übertr., von einer Menschenmenge, Cat. mai. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερχέω: μέλλ. -εῶ, χύνω ὑπεράνω, Δοσιθ. Μαγ. Ἑρμηνεύματα σ. 32 Böcking. - Παθ., χύνομαι ὑπεράνω, ὑπερχειλέω, πλημμυρῶ, ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 34, 1, π. Θαυμ. 89· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260· ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανὲς Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 8, 18· - μετὰ γεν., Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 4.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερχεῶ, ao. ὑπερέχεα;
Pass. ao. ὑπερεχύθην, pf. ὑπερκέχυμαι;
répandre par-dessus ; Pass. couler par-dessus bord, déborder et se répandre.
Étymologie: ὑπέρ, χέω.
Greek Monolingual
ΜΑ χέω
1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)
2. (το παθ.) ὑπερχέομαι
α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῑται ὁ ποταμός», Πλούτ.
β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)
β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.
β. «εἰς ταῦτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῦν
τες ἀλλήλους», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑπερχέω: разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.