ὀλοφλυκτίς: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oloflyktis | |Transliteration C=oloflyktis | ||
|Beta Code=o)loflukti/s | |Beta Code=o)loflukti/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=ίδος, ἡ, [[large pimple]], Hp.Mul.2.206; [[pimple on the tongue]], Myrtil.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:22, 26 October 2021
English (LSJ)
ίδος, ἡ, large pimple, Hp.Mul.2.206; pimple on the tongue, Myrtil.3.
German (Pape)
[Seite 327] ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Blatter, Blase, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφλυκτίς: -ίδος, ἡ, φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - φλύκταινα ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» Πολυδ. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).
Greek Monolingual
ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, -ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση του -λ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bladder, pustule with blood and water (Hp.)
Other forms: -φυκτίς H.; ὀλοφυγδών or -φύγγων
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὀλός and φλυκτίς