δεινοκάθεκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεινοκάθεκτος]], ο (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]] ( | |mltxt=[[δεινοκάθεκτος]], ο (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]] ([[πρβλ]]. [[ακάθεκτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A hard to be repressed, Orph.H.10.6.
German (Pape)
[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.
Greek Monolingual
δεινοκάθεκτος, ο (Α)
εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].