ἑξάστυλος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάστυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι στύλους<br /><b>2.</b> (για αρχαίους ναούς) αυτός που έχει έξι κίονες στην [[πρόσοψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάστυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι στύλους<br /><b>2.</b> (για αρχαίους ναούς) αυτός που έχει έξι κίονες στην [[πρόσοψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with six columns in front, of temples, Vitr.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 873] mit sechs Säulen, Vitruv. 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάστῡλος: -ον, ἔχων ἓξ στύλους κατὰ μέτωπον, ἐπὶ ναῶν, Βιτρούβ. 3. 1.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): lat. hexastylus Vitr.3.3.7, 4.3.3, 7
arq. que tiene seis columnas, hexástilo ref. la fachada de un templo, Vitr.ll.cc.
•neutr. subst. τὸ ἑ. hexastylon, templo hexástilo Vitr.3.3.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάστυλος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι στύλους
2. (για αρχαίους ναούς) αυτός που έχει έξι κίονες στην πρόσοψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στύλος].