βαρυβρώς: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βαρυβρώς]] -ῶτος [[βαρύς]], [[βιβρώσκω]] zwaar vretend, knagend :. [[στόνος]] gesteun Soph. Ph. 695.
|elnltext=[[βαρυβρώς]] -ῶτος [[βαρύς]], [[βιβρώσκω]] zwaar vretend, knagend:. [[στόνος]] gesteun Soph. Ph. 695.
}}
}}

Revision as of 09:34, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρώς Medium diacritics: βαρυβρώς Low diacritics: βαρυβρώς Capitals: ΒΑΡΥΒΡΩΣ
Transliteration A: barybrṓs Transliteration B: barybrōs Transliteration C: varyvros Beta Code: barubrw/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. βρῶτος, A gnawing, corroding, στόνος S.Ph.695(lyr.).

German (Pape)

[Seite 433] στόνος, stark fressend, heftig quälend, Soph. Phil. 688.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρώς: ὁ, ἡ, κατατρώγων, φθείρων, στόνος Σοφ. Φ, 695.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ἡ, ὁ)
qui dévore cruellement.
Étymologie: βαρύς, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρώς) -ῶτος adj. gravemente devorador στόνος S.Ph.695.

Greek Monolingual

βαρυβρώς (-ῶτος), ο, η (Α)
φρ. «βαρυβρὼς στόνος» — στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρώς: ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυβρώς: ῶτος adj. вызываемый гложущей болью (στόνος Soph.).

Middle Liddell

βιβρώσκω
gnawing, corroding, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυβρώς -ῶτος βαρύς, βιβρώσκω zwaar vretend, knagend:. στόνος gesteun Soph. Ph. 695.