βιβλιογραφία: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βιβλιογρᾰφία:''' ἡ писание или переписка книг Diog. L.
|elrutext='''βιβλιογρᾰφία:''' ἡ [[писание или переписка книг]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιογρᾰφία Medium diacritics: βιβλιογραφία Low diacritics: βιβλιογραφία Capitals: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: bibliographía Transliteration B: bibliographia Transliteration C: vivliografia Beta Code: bibliografi/a

English (LSJ)

ἡ, A writing of books, Dsc.1.85, D.L.7.36.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, das Bücherschreiben, D. I. 7, 36.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ escritura de libros Dsc.1.85, D.L.7.36.

Greek Monolingual

η (AM βιβλιογραφία)
νεοελλ.
1. η αναγραφή, ο καταρτισμός πίνακα βιβλίων ή πραγματειών με το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο, τον τόπο και τον χρόνο της έκδοσης
2. κατάλογος βιβλίων
3. το σύνολο των βιβλίων και πραγματειών που αναφέρονται σε κάποιο θέμα
αρχ.-μσν.
γραφή ή αντιγραφή βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιογράφος. Η λ. εισήχθη και στην ξένη ορολογία
πρβλ. αγγλ. bibliography, γαλλ. bibliographie, γερμ. Bibliographie].

Russian (Dvoretsky)

βιβλιογρᾰφία:писание или переписка книг Diog. L.