ευδιάθετος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάθετος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], [[εύθυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο [[πρόθυμος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐδιάθετον</i><br />η καλή [[διάθεση]], η [[προθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο τακτοποιημένος καλά<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με το [[δυσδιάθετος]]) αυτός που μπορεί να διατεθεί εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευδιάθετα</i> (ΑΜ εὐδιαθέτως)<br />με καλή ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τακτοποιημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διά</i>-<i>θετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διατίθημι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάθετος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], [[εύθυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο [[πρόθυμος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐδιάθετον</i><br />η καλή [[διάθεση]], η [[προθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο τακτοποιημένος καλά<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με το [[δυσδιάθετος]]) αυτός που μπορεί να διατεθεί εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευδιάθετα</i> (ΑΜ εὐδιαθέτως)<br />με καλή ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τακτοποιημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διά</i>-<i>θετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διατίθημι]]), [[πρβλ]]. [[αδιάθετος]], [[δυσδιάθετος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάθετος, -ον)
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, εύθυμος
νεοελλ.
ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο πρόθυμος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδιάθετον
η καλή διάθεση, η προθυμία
αρχ.
1. ο τακτοποιημένος καλά
2. (σε αντίθεση με το δυσδιάθετος) αυτός που μπορεί να διατεθεί εύκολα.
επίρρ...
ευδιάθετα (ΑΜ εὐδιαθέτως)
με καλή ψυχική διάθεση
μσν.-αρχ.
τακτοποιημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διά-θετος (< διατίθημι), πρβλ. αδιάθετος, δυσδιάθετος].